ελκυδριον

ελκυδριον
    ἑλκύδριον
    τό ранка, ссадина Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ελκυδριον" в других словарях:

  • ἑλκύδριον — slight sore neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλκυδρίοις — ἑλκύδριον slight sore neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλκυδρίου — ἑλκύδριον slight sore neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλκυδρίων — ἑλκύδριον slight sore neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλκύδρια — ἑλκύδριον slight sore neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …   Dictionary of Greek

  • ολοφλυκτίς — ὀλοφλυκτίς και ὀλοφυκτίς, ίδος, ἡ (Α) φλύκταινα, φουσκάλα («τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῆ γλώττη ἑλκύδριον ὀλοφλυκτὶς καλεῑται», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλός (Ι) + φλυκτίς «φουσκάλα». Ο τ. ὀλοφυκτίς με ανομοιωτική σίγηση τού λ ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»